Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεραπατάομαι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέρα
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικός
ὑπεραυγής
ὑπεραυξάνω
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
View word page
ὑπεραττικός
ὑπεραττικός ὑπερ-αττῐκός, ή, όν carrying the use of the Attic dialect to excess, Luc.: adv. -κῶς, Luc.

ShortDef

carrying the use of the Attic dialect to excess

Debugging

Headword:
ὑπεραττικός
Headword (normalized):
ὑπεραττικός
Headword (normalized/stripped):
υπεραττικος
IDX:
33634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33673
Key:
u(perattiko/s

Data

{'content': 'ὑπεραττικός\n ὑπερ-αττῐκός, ή, όν\n carrying the use of the Attic dialect to excess, Luc.: adv. -κῶς, Luc.', 'key': 'u(perattiko/s'}