Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεράνω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέρα
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικός
ὑπεραυγής
ὑπεραυξάνω
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβαλλόντως
View word page
ὑπεράτοπος
ὑπεράτοπος ὑπερ-άτοπος, ον, beyond measure, absurd, Dem.
ShortDef
beyond measure, absurd
Debugging
Headword:
ὑπεράτοπος
Headword (normalized):
ὑπεράτοπος
Headword (normalized/stripped):
υπερατοπος
IDX:
33633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33672
Key:
u(pera/topos
Data
{'content': 'ὑπεράτοπος\n ὑπερ-άτοπος, ον,\n beyond measure, absurd, Dem.', 'key': 'u(pera/topos'}