Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέρα
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικός
ὑπεραυγής
ὑπεραυξάνω
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
View word page
ὑπέρασθμος
ὑπέρασθμος ὑπέρ-ασθμος, ον, ἄσθμα panting exceedingly, Xen.

ShortDef

panting exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπέρασθμος
Headword (normalized):
ὑπέρασθμος
Headword (normalized/stripped):
υπερασθμος
IDX:
33631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33670
Key:
u(pe/rasqmos

Data

{'content': 'ὑπέρασθμος\n ὑπέρ-ασθμος, ον,\n ἄσθμα\n panting exceedingly, Xen.', 'key': 'u(pe/rasqmos'}