Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέρα
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικός
ὑπεραυγής
ὑπεραυξάνω
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραχθής
View word page
ὑπερασθενής
ὑπερασθενής ὑπερ-ασθενής, ές exceeding weak, Arist.

ShortDef

exceeding weak

Debugging

Headword:
ὑπερασθενής
Headword (normalized):
ὑπερασθενής
Headword (normalized/stripped):
υπερασθενης
IDX:
33630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33669
Key:
u(perasqenh/s

Data

{'content': 'ὑπερασθενής\n ὑπερ-ασθενής, ές\n exceeding weak, Arist.', 'key': 'u(perasqenh/s'}