Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέρα
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικός
ὑπεραυγής
ὑπεραυξάνω
ὑπεραυχέω
View word page
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραπολογέομαι Dep., with fut. and aor1 mid. to speak in behalf of, defend, τινος Hdt., Xen.

ShortDef

to speak in behalf of, defend

Debugging

Headword:
ὑπεραπολογέομαι
Headword (normalized):
ὑπεραπολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραπολογεομαι
IDX:
33627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33666
Key:
u(perapologe/omai

Data

{'content': 'ὑπεραπολογέομαι\n Dep., with fut. and aor1 mid. to speak in behalf of, defend, τινος Hdt., Xen.', 'key': 'u(perapologe/omai'}