Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέραλλος
ὑπεράλπειος
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέρα
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικός
View word page
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραπατάομαι Pass. to be deceived excessively, Anth.

ShortDef

to be deceived excessively

Debugging

Headword:
ὑπεραπατάομαι
Headword (normalized):
ὑπεραπατάομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραπαταομαι
IDX:
33624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33663
Key:
u(perapata/omai

Data

{'content': 'ὑπεραπατάομαι\n Pass. to be deceived excessively, Anth.', 'key': 'u(perapata/omai'}