ὑπέραντλος
ὑπέραντλος
ὑπέρ-αντλος, ον,
of a ship, quite full of water (ἄντλος) , water-logged, Plut.:—metaph. overcharged, ὑπέραντλος συμφορᾷ Eur.; ταῖς φροντίσιν Plut.
{
"content": "ὑπέραντλος\n ὑπέρ-αντλος, ον,\n of a ship, quite full of water (ἄντλος) , water-logged, Plut.:—metaph. overcharged, ὑπέραντλος συμφορᾷ Eur.; ταῖς φροντίσιν Plut.",
"key": "u(pe/rantlos"
}