Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεράλπειος
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέρα
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
View word page
ὑπέραντλος
ὑπέραντλος ὑπέρ-αντλος, ον, of a ship, quite full of water (ἄντλος) , water-logged, Plut.:—metaph. overcharged, ὑπέραντλος συμφορᾷ Eur.; ταῖς φροντίσιν Plut.

ShortDef

quite full of water

Debugging

Headword:
ὑπέραντλος
Headword (normalized):
ὑπέραντλος
Headword (normalized/stripped):
υπεραντλος
IDX:
33622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33661
Key:
u(pe/rantlos

Data

{'content': 'ὑπέραντλος\n ὑπέρ-αντλος, ον,\n of a ship, quite full of water (ἄντλος) , water-logged, Plut.:—metaph. overcharged, ὑπέραντλος συμφορᾷ Eur.; ταῖς φροντίσιν Plut.', 'key': 'u(pe/rantlos'}