Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεράλπειος
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέρα
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
View word page
ὑπεραντλέομαι
ὑπεραντλέομαι Pass. to be very leaky, ὑπ. ἅλμῃ to be water-logged, Luc. from ὑπέραντλος
ShortDef
to be very leaky
Debugging
Headword:
ὑπεραντλέομαι
Headword (normalized):
ὑπεραντλέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραντλεομαι
IDX:
33621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33660
Key:
u(perantle/omai
Data
{'content': 'ὑπεραντλέομαι\n Pass. to be very leaky, ὑπ. ἅλμῃ to be water-logged, Luc.\n from ὑπέραντλος', 'key': 'u(perantle/omai'}