Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέρακρος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεράλπειος
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέρα
View word page
ὑπεράνθρωπος
ὑπεράνθρωπος ὑπερ-άνθρωπος, ον, superhuman, Luc.

ShortDef

superhuman

Debugging

Headword:
ὑπεράνθρωπος
Headword (normalized):
ὑπεράνθρωπος
Headword (normalized/stripped):
υπερανθρωπος
IDX:
33619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33658
Key:
u(pera/nqrwpos

Data

{'content': 'ὑπεράνθρωπος\n ὑπερ-άνθρωπος, ον,\n superhuman, Luc.', 'key': 'u(pera/nqrwpos'}