Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεράλπειος
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
View word page
ὑπερανατείνομαι
ὑπερανατείνομαι Pass. to exert oneself excessively, Luc.
ShortDef
to exert oneself excessively
Debugging
Headword:
ὑπερανατείνομαι
Headword (normalized):
ὑπερανατείνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερανατεινομαι
IDX:
33618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33657
Key:
u(peranatei/nomai
Data
{'content': 'ὑπερανατείνομαι\n Pass. to exert oneself excessively, Luc.', 'key': 'u(peranatei/nomai'}