Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεράλπειος
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπολογέομαι
View word page
ὑπεραναίσχυντος
ὑπεραναίσχυντος ὑπερ-αναίσχυντος, ον, exceeding impudent, Dem.

ShortDef

exceeding impudent

Debugging

Headword:
ὑπεραναίσχυντος
Headword (normalized):
ὑπεραναίσχυντος
Headword (normalized/stripped):
υπεραναισχυντος
IDX:
33617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33656
Key:
u(peranai/sxuntos

Data

{'content': 'ὑπεραναίσχυντος\n ὑπερ-αναίσχυντος, ον,\n exceeding impudent, Dem.', 'key': 'u(peranai/sxuntos'}