Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεράλπειος
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
View word page
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναιδεύομαι Pass. to be surpassed in impudence, Ar.

ShortDef

to be surpassed in impudence

Debugging

Headword:
ὑπεραναιδεύομαι
Headword (normalized):
ὑπεραναιδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραναιδευομαι
IDX:
33616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33655
Key:
u(peranaideu/omai

Data

{'content': 'ὑπεραναιδεύομαι\n Pass. to be surpassed in impudence, Ar.', 'key': 'u(peranaideu/omai'}