Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεράλπειος
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεραπατάομαι
View word page
ὑπέραλλος
ὑπέραλλος ὑπέρ-αλλος, ον, above others, exceeding great, Pind.

ShortDef

above others, exceeding great

Debugging

Headword:
ὑπέραλλος
Headword (normalized):
ὑπέραλλος
Headword (normalized/stripped):
υπεραλλος
IDX:
33614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33653
Key:
u(pe/rallos

Data

{'content': 'ὑπέραλλος\n ὑπέρ-αλλος, ον,\n above others, exceeding great, Pind.', 'key': 'u(pe/rallos'}