Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεραιωρέομαι
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεράλπειος
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
View word page
ὑπεράλλομαι
ὑπεράλλομαι aor1 -ηλάμην syncop. 3rd sg. aor2 ὑπερ-ᾶλτο part. -άλμενος Dep.:— to leap over or beyond, c. gen., Il.; also c. acc., Il.; so Xen.
ShortDef
to leap over
Debugging
Headword:
ὑπεράλλομαι
Headword (normalized):
ὑπεράλλομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραλλομαι
IDX:
33613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33652
Key:
u(pera/llomai
Data
{'content': 'ὑπεράλλομαι\n aor1 -ηλάμην\n syncop. 3rd sg. aor2 ὑπερ-ᾶλτο\n part. -άλμενος\n Dep.:— to leap over or beyond, c. gen., Il.; also c. acc., Il.; so Xen.', 'key': 'u(pera/llomai'}