Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεράλπειος
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
View word page
ὑπεραλκής
ὑπεραλκής ὑπερ-αλκής, ές ἀλκή exceeding strong, Plut.

ShortDef

exceeding strong

Debugging

Headword:
ὑπεραλκής
Headword (normalized):
ὑπεραλκής
Headword (normalized/stripped):
υπεραλκης
IDX:
33612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33651
Key:
u(peralkh/s

Data

{'content': 'ὑπεραλκής\n ὑπερ-αλκής, ές\n ἀλκή\n exceeding strong, Plut.', 'key': 'u(peralkh/s'}