Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεράλπειος
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
View word page
ὑπεραλγής
ὑπεραλγής ὑπερ-αλγής, ές exceeding grievous, Soph.

ShortDef

exceeding grievous

Debugging

Headword:
ὑπεραλγής
Headword (normalized):
ὑπεραλγής
Headword (normalized/stripped):
υπεραλγης
IDX:
33611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33650
Key:
u(peralgh/s

Data

{'content': 'ὑπεραλγής\n ὑπερ-αλγής, ές\n exceeding grievous, Soph.', 'key': 'u(peralgh/s'}