Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεράλπειος
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίσταμαι
View word page
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγέω fut. ήσω to feel pain for or because of, τινός Soph., Eur. to grieve exceedingly, τινί at a thing, Hdt., Arist.:—absol., Eur.

ShortDef

to feel pain for

Debugging

Headword:
ὑπεραλγέω
Headword (normalized):
ὑπεραλγέω
Headword (normalized/stripped):
υπεραλγεω
IDX:
33610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33649
Key:
u(peralge/w

Data

{'content': 'ὑπεραλγέω\n fut. ήσω\n to feel pain for or because of, τινός Soph., Eur.\n to grieve exceedingly, τινί at a thing, Hdt., Arist.:—absol., Eur.', 'key': 'u(peralge/w'}