Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεράλπειος
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνομαι
ὑπεράνθρωπος
View word page
ὑπέρακρος
ὑπέρακρος ὑπέρ-ακρος, ον, over or on the top: adv., ὑπεράκρως ζῆν to carry everything to excess, Dem.

ShortDef

over

Debugging

Headword:
ὑπέρακρος
Headword (normalized):
ὑπέρακρος
Headword (normalized/stripped):
υπερακρος
IDX:
33609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33648
Key:
u(pe/rakros

Data

{'content': 'ὑπέρακρος\n ὑπέρ-ακρος, ον,\n over or on the top: adv., ὑπεράκρως ζῆν to carry everything to excess, Dem.', 'key': 'u(pe/rakros'}