Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραής
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
View word page
ὑπέρακμος
ὑπέρακμος ὑπέρ-ακμος, ον, ἀκμή past the bloom of youth, NTest.

ShortDef

past the bloom of youth

Debugging

Headword:
ὑπέρακμος
Headword (normalized):
ὑπέρακμος
Headword (normalized/stripped):
υπερακμος
IDX:
33604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33643
Key:
u(pe/rakmos

Data

{'content': 'ὑπέρακμος\n ὑπέρ-ακμος, ον,\n ἀκμή\n past the bloom of youth, NTest.', 'key': 'u(pe/rakmos'}