Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεξίστημι
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραής
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
View word page
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραισχύνομαι Pass. to feel much ashamed, Aeschin.
ShortDef
to feel much ashamed
Debugging
Headword:
ὑπεραισχύνομαι
Headword (normalized):
ὑπεραισχύνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραισχυνομαι
IDX:
33602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33641
Key:
u(peraisxu/nomai
Data
{'content': 'ὑπεραισχύνομαι\n Pass. to feel much ashamed, Aeschin.', 'key': 'u(peraisxu/nomai'}