Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεξαντλέω
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξίστημι
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραής
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακριβής
View word page
ὑπεραγαπάω
ὑπεραγαπάω to love exceedingly, make much of, Dem.

ShortDef

to love exceedingly, make much of

Debugging

Headword:
ὑπεραγαπάω
Headword (normalized):
ὑπεραγαπάω
Headword (normalized/stripped):
υπεραγαπαω
IDX:
33596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33635
Key:
u(peragapa/w

Data

{'content': 'ὑπεραγαπάω\n to love exceedingly, make much of, Dem.', 'key': 'u(peragapa/w'}