Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξίστημι
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραής
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
View word page
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγανακτέω fut. ήσω to be exceeding angry or vexed at a thing, c. gen., Plat.; c. dat., Aeschin.

ShortDef

to be exceeding angry

Debugging

Headword:
ὑπεραγανακτέω
Headword (normalized):
ὑπεραγανακτέω
Headword (normalized/stripped):
υπεραγανακτεω
IDX:
33595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33634
Key:
u(peraganakte/w

Data

{'content': 'ὑπεραγανακτέω\n fut. ήσω\n to be exceeding angry or vexed at a thing, c. gen., Plat.; c. dat., Aeschin.', 'key': 'u(peraganakte/w'}