Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξίστημι
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραής
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπέρακμος
View word page
ὑπεράγαμαι
ὑπεράγαμαι Dep. to be exceedingly pleased, Plat. to admire above measure, τινος for a thing, Luc.
ShortDef
to be exceedingly pleased
Debugging
Headword:
ὑπεράγαμαι
Headword (normalized):
ὑπεράγαμαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραγαμαι
IDX:
33594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33633
Key:
u(pera/gamai
Data
{'content': 'ὑπεράγαμαι\n Dep.\n to be exceedingly pleased, Plat.\n to admire above measure, τινος for a thing, Luc.', 'key': 'u(pera/gamai'}