Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξίστημι
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραής
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραιωρέομαι
View word page
ὑπεραβέλτερος
ὑπεραβέλτερος ὑπερ-ᾰβέλτερος, ον, above measure simple or silly, Dem.
ShortDef
above measure simple
Debugging
Headword:
ὑπεραβέλτερος
Headword (normalized):
ὑπεραβέλτερος
Headword (normalized/stripped):
υπεραβελτερος
IDX:
33593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33632
Key:
u(perabe/lteros
Data
{'content': 'ὑπεραβέλτερος\n ὑπερ-ᾰβέλτερος, ον,\n above measure simple or silly, Dem.', 'key': 'u(perabe/lteros'}