Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξίστημι
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραής
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
View word page
ὑπεξέχω
ὑπεξέχω intr. to withdraw or retire secretly, Hdt.
ShortDef
to withdraw or retire secretly
Debugging
Headword:
ὑπεξέχω
Headword (normalized):
ὑπεξέχω
Headword (normalized/stripped):
υπεξεχω
IDX:
33591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33630
Key:
u(pece/xw
Data
{'content': 'ὑπεξέχω\n intr. to withdraw or retire secretly, Hdt.', 'key': 'u(pece/xw'}