Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεξάγω
ὑπεξαιρέω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξίστημι
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραής
View word page
ὑπεξελαύνω
ὑπεξελαύνω fut. -ελῶ to drive away gradually, Hdt.
ShortDef
to drive away gradually
Debugging
Headword:
ὑπεξελαύνω
Headword (normalized):
ὑπεξελαύνω
Headword (normalized/stripped):
υπεξελαυνω
IDX:
33588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33627
Key:
u(pecelau/nw
Data
{'content': 'ὑπεξελαύνω\n fut. -ελῶ\n to drive away gradually, Hdt.', 'key': 'u(pecelau/nw'}