Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπένδυμα
ὑπενδύω
ὑπένερθε
ὑπεξάγω
ὑπεξαιρέω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξίστημι
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
View word page
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξανίσταμαι = ὑπανίσταμαι, Plut., Luc. ὑπ. τινι to rise and make room for him, Plut., Luc.
ShortDef
to rise and make room for
Debugging
Headword:
ὑπεξανίσταμαι
Headword (normalized):
ὑπεξανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
υπεξανισταμαι
IDX:
33585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33624
Key:
u(pecani/stamai
Data
{'content': 'ὑπεξανίσταμαι\n = ὑπανίσταμαι, Plut., Luc.\n ὑπ. τινι to rise and make room for him, Plut., Luc.', 'key': 'u(pecani/stamai'}