Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεκκαλύπτω
ὑπεναντίος
ὑπενδίδωμι
ὑπένδυμα
ὑπενδύω
ὑπένερθε
ὑπεξάγω
ὑπεξαιρέω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξίστημι
View word page
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξαναβαίνω to step suddenly back, Theocr.
ShortDef
to step suddenly back
Debugging
Headword:
ὑπεξαναβαίνω
Headword (normalized):
ὑπεξαναβαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπεξαναβαινω
IDX:
33582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33621
Key:
u(pecanabai/nw
Data
{'content': 'ὑπεξαναβαίνω\n to step suddenly back, Theocr.', 'key': 'u(pecanabai/nw'}