Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεκδύομαι
ὑπεκθέω
ὑπεκκαλύπτω
ὑπεναντίος
ὑπενδίδωμι
ὑπένδυμα
ὑπενδύω
ὑπένερθε
ὑπεξάγω
ὑπεξαιρέω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
View word page
ὑπεξακρίζω
ὑπεξακρίζω fut. σω to ascend to the summit, Eur.
ShortDef
to ascend to the summit
Debugging
Headword:
ὑπεξακρίζω
Headword (normalized):
ὑπεξακρίζω
Headword (normalized/stripped):
υπεξακριζω
IDX:
33580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33619
Key:
u(pecakri/zw
Data
{'content': 'ὑπεξακρίζω\n fut. σω\n to ascend to the summit, Eur.', 'key': 'u(pecakri/zw'}