Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκρέω
ὑπεκρήγνυμαι
ὑπεκρίπτω
ὑπεκσῴζω
ὑπεκτίθεμαι
ὑπεκτρέπω
ὑπεκτρέχω
ὑπεκφέρω
ὑπεκφεύγω
ὑπεκχαλάω
ὑπεκχωρέω
ὑπελαύνω
ὑπεμνήμυκε
ὑπεναντιόομαι
ὑπέκ
ὑπεκδέχομαι
ὑπεκδύομαι
ὑπεκθέω
ὑπεκκαλύπτω
ὑπεναντίος
View word page
ὑπεκχαλάω
ὑπεκχαλάω fut. άσω to slacken gradually, Anth.
ShortDef
to slacken gradually
Debugging
Headword:
ὑπεκχαλάω
Headword (normalized):
ὑπεκχαλάω
Headword (normalized/stripped):
υπεκχαλαω
IDX:
33563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33602
Key:
u(pekxala/w
Data
{'content': 'ὑπεκχαλάω\n fut. άσω\n to slacken gradually, Anth.', 'key': 'u(pekxala/w'}