Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντίπορθμος
ἀντίπορος
ἀντίπραξις
ἀντιπράσσω
ἀντιπρεσβεύομαι
ἀντιπρόειμι
ἀντίπροικα
ἀντιπροκαλέομαι
ἀντιπροσαγορεύω
ἀντιπρόσειμι
ἀντιπροσεῖπον
ἀντιπροσκαλέομαι
ἀντιπροσφέρω
ἀντιπρόσωπος
ἀντιπροτείνω
ἀντίπρῳρος
ἀντίπυλος
ἀντίπυργος
ἀντιπυργόω
ἀντιρρέπω
ἀντίρροπος
View word page
ἀντιπροσεῖπον
ἀντιπροσεῖπον ἀντιπροσαγορεύω serving as aor2 to ἀντιπροσαγορεύω, Theophr.: aor1 pass. ἀντιπροσερρήθην, Xen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντιπροσεῖπον
Headword (normalized):
ἀντιπροσεῖπον
Headword (normalized/stripped):
αντιπροσειπον
IDX:
3359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3360
Key:
a)ntiprosei=pon

Data

{'content': 'ἀντιπροσεῖπον\n ἀντιπροσαγορεύω\n serving as aor2 to ἀντιπροσαγορεύω, Theophr.: aor1 pass. ἀντιπροσερρήθην, Xen.', 'key': 'a)ntiprosei=pon'}