Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεκλύω
ὑπεκπέμπω
ὑπεκπλέω
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκρέω
ὑπεκρήγνυμαι
ὑπεκρίπτω
ὑπεκσῴζω
ὑπεκτίθεμαι
ὑπεκτρέπω
ὑπεκτρέχω
ὑπεκφέρω
ὑπεκφεύγω
ὑπεκχαλάω
ὑπεκχωρέω
ὑπελαύνω
ὑπεμνήμυκε
ὑπεναντιόομαι
View word page
ὑπεκσῴζω
ὑπεκσῴζω fut. σω to save by drawing away from, Aesch.: absol., αὐτὸν ὑπεξεσάωσεν (Epic for -έσωνσεν) Il.

ShortDef

to save by drawing away from

Debugging

Headword:
ὑπεκσῴζω
Headword (normalized):
ὑπεκσῴζω
Headword (normalized/stripped):
υπεκσωζω
IDX:
33557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33596
Key:
u(peksw/zw

Data

{'content': 'ὑπεκσῴζω\n fut. σω\n to save by drawing away from, Aesch.: absol., αὐτὸν ὑπεξεσάωσεν (Epic for -έσωνσεν) Il.', 'key': 'u(peksw/zw'}