Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπέκκειμαι
ὑπεκκλίνω
ὑπεκκομίζω
ὑπεκλαμβάνω
ὑπεκλύω
ὑπεκπέμπω
ὑπεκπλέω
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκρέω
ὑπεκρήγνυμαι
ὑπεκρίπτω
ὑπεκσῴζω
ὑπεκτίθεμαι
ὑπεκτρέπω
ὑπεκτρέχω
ὑπεκφέρω
ὑπεκφεύγω
ὑπεκχαλάω
View word page
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκπροφεύγω fut. -φεύξομαι aor2 -έφυγον to flee away secretly, escape and flee, Hom.
ShortDef
to flee away secretly, escape and flee
Debugging
Headword:
ὑπεκπροφεύγω
Headword (normalized):
ὑπεκπροφεύγω
Headword (normalized/stripped):
υπεκπροφευγω
IDX:
33553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33592
Key:
u(pekprofeu/gw
Data
{'content': 'ὑπεκπροφεύγω\n fut. -φεύξομαι\n aor2 -έφυγον\n to flee away secretly, escape and flee, Hom.', 'key': 'u(pekprofeu/gw'}