Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπείρ
ὑπεισδύομαι
ὑπεισέρχομαι
ὑπέκκαυμα
ὑπέκκειμαι
ὑπεκκλίνω
ὑπεκκομίζω
ὑπεκλαμβάνω
ὑπεκλύω
ὑπεκπέμπω
ὑπεκπλέω
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκρέω
ὑπεκρήγνυμαι
ὑπεκρίπτω
ὑπεκσῴζω
ὑπεκτίθεμαι
ὑπεκτρέπω
View word page
ὑπεκπλέω
ὑπεκπλέω fut. -πλεύσομαι, to sail out secretly, Plut.

ShortDef

to sail out secretly

Debugging

Headword:
ὑπεκπλέω
Headword (normalized):
ὑπεκπλέω
Headword (normalized/stripped):
υπεκπλεω
IDX:
33549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33588
Key:
u(pekple/w

Data

{'content': 'ὑπεκπλέω\n fut. -πλεύσομαι,\n to sail out secretly, Plut.', 'key': 'u(pekple/w'}