Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὕπειμι
ὕπειμι
ὑπεῖπον
ὑπείρ
ὑπεισδύομαι
ὑπεισέρχομαι
ὑπέκκαυμα
ὑπέκκειμαι
ὑπεκκλίνω
ὑπεκκομίζω
ὑπεκλαμβάνω
ὑπεκλύω
ὑπεκπέμπω
ὑπεκπλέω
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκρέω
ὑπεκρήγνυμαι
ὑπεκρίπτω
View word page
ὑπεκλαμβάνω
ὑπεκλαμβάνω fut. -λήψομαι to carry off underhand, Eur.
ShortDef
to carry off underhand
Debugging
Headword:
ὑπεκλαμβάνω
Headword (normalized):
ὑπεκλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
υπεκλαμβανω
IDX:
33546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33585
Key:
u(peklamba/nw
Data
{'content': 'ὑπεκλαμβάνω\n fut. -λήψομαι\n to carry off underhand, Eur.', 'key': 'u(peklamba/nw'}