Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιπορεῖν
ἀντιπορεύομαι
ἀντιπορθέω
ἀντίπορθμος
ἀντίπορος
ἀντίπραξις
ἀντιπράσσω
ἀντιπρεσβεύομαι
ἀντιπρόειμι
ἀντίπροικα
ἀντιπροκαλέομαι
ἀντιπροσαγορεύω
ἀντιπρόσειμι
ἀντιπροσεῖπον
ἀντιπροσκαλέομαι
ἀντιπροσφέρω
ἀντιπρόσωπος
ἀντιπροτείνω
ἀντίπρῳρος
ἀντίπυλος
ἀντίπυργος
View word page
ἀντιπροκαλέομαι
ἀντιπροκαλέομαι Mid. to retort a legal challenge (πρόκλησις), Dem.

ShortDef

to retort a legal challenge

Debugging

Headword:
ἀντιπροκαλέομαι
Headword (normalized):
ἀντιπροκαλέομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιπροκαλεομαι
IDX:
3356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3357
Key:
a)ntiprokale/omai

Data

{'content': 'ἀντιπροκαλέομαι\n Mid. to retort a legal challenge (πρόκλησις), Dem.', 'key': 'a)ntiprokale/omai'}