Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπακούω
ὑπαλείφω
ὑπαλεύομαι
ὑπαλλαγή
ὑπάλλαγμα
ὑπαλλάσσω
ὑπάλπειος
ὑπάλυξις
ὑπαλύσκω
ὑπαναγιγνώσκω
ὑπαναλίσκω
ὑπανάστασις
ὑπαναστατέος
ὑπαναχωρέω
ὕπανδρος
ὑπάνειμι
ὑπανιάομαι
ὑπανίημι
ὑπανίσταμαι
ὑπανοίγω
ὑπαντάω
View word page
ὑπαναλίσκω
ὑπαναλίσκω aor1 ὑπ-ανάλωσα to waste away, spend or consume gradually, Thuc., Plut., etc.

ShortDef

to waste away, spend

Debugging

Headword:
ὑπαναλίσκω
Headword (normalized):
ὑπαναλίσκω
Headword (normalized/stripped):
υπαναλισκω
IDX:
33492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33531
Key:
u(panali/skw

Data

{'content': 'ὑπαναλίσκω\n aor1 ὑπ-ανάλωσα\n to waste away, spend or consume gradually, Thuc., Plut., etc.', 'key': 'u(panali/skw'}