Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιπολέμιος
ἀντιπολιορκέω
ἀντίπολις
ἀντιπολιτεύομαι
ἀντιπορεῖν
ἀντιπορεύομαι
ἀντιπορθέω
ἀντίπορθμος
ἀντίπορος
ἀντίπραξις
ἀντιπράσσω
ἀντιπρεσβεύομαι
ἀντιπρόειμι
ἀντίπροικα
ἀντιπροκαλέομαι
ἀντιπροσαγορεύω
ἀντιπρόσειμι
ἀντιπροσεῖπον
ἀντιπροσκαλέομαι
ἀντιπροσφέρω
ἀντιπρόσωπος
View word page
ἀντιπράσσω
ἀντιπράσσω to act against, seek to counteract, τινί Xen.:— absol. to act in opposition, Hdt., etc.; so in Mid., Xen.

ShortDef

to act against, seek to counteract

Debugging

Headword:
ἀντιπράσσω
Headword (normalized):
ἀντιπράσσω
Headword (normalized/stripped):
αντιπρασσω
IDX:
3352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3353
Key:
a)ntipra/ssw

Data

{'content': 'ἀντιπράσσω\n to act against, seek to counteract, τινί Xen.:— absol. to act in opposition, Hdt., etc.; so in Mid., Xen.', 'key': 'a)ntipra/ssw'}