Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
ὑπακοή
ὑπακούω
ὑπαλείφω
ὑπαλεύομαι
ὑπαλλαγή
ὑπάλλαγμα
ὑπαλλάσσω
ὑπάλπειος
ὑπάλυξις
ὑπαλύσκω
ὑπαναγιγνώσκω
ὑπαναλίσκω
ὑπανάστασις
ὑπαναστατέος
ὑπαναχωρέω
ὕπανδρος
ὑπάνειμι
ὑπανιάομαι
ὑπανίημι
View word page
ὑπάλυξις
ὑπάλυξις ὑπάλυξις, εως, a shunning, escape, Hom. from ὑπᾰλύσκω
ShortDef
a shunning, escape
Debugging
Headword:
ὑπάλυξις
Headword (normalized):
ὑπάλυξις
Headword (normalized/stripped):
υπαλυξις
IDX:
33489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33528
Key:
u(pa/lucis
Data
{'content': 'ὑπάλυξις\n ὑπάλυξις, εως,\n a shunning, escape, Hom.\n from ὑπᾰλύσκω', 'key': 'u(pa/lucis'}