Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπαίθω
ὑπαινίσσομαι
ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
ὑπακοή
ὑπακούω
ὑπαλείφω
ὑπαλεύομαι
ὑπαλλαγή
ὑπάλλαγμα
ὑπαλλάσσω
ὑπάλπειος
ὑπάλυξις
ὑπαλύσκω
ὑπαναγιγνώσκω
ὑπαναλίσκω
ὑπανάστασις
ὑπαναστατέος
ὑπαναχωρέω
ὕπανδρος
View word page
ὑπάλλαγμα
ὑπάλλαγμα ὑπάλλαγμα, ατος, τό, that which is exchanged, νόμισμα ὑπάλλαγμα τῆς χρείας money is the exchangeable representative of demand, Arist. from ὑπαλλάσσω

ShortDef

that which is exchanged

Debugging

Headword:
ὑπάλλαγμα
Headword (normalized):
ὑπάλλαγμα
Headword (normalized/stripped):
υπαλλαγμα
IDX:
33486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33525
Key:
u(pa/llagma

Data

{'content': 'ὑπάλλαγμα\n ὑπάλλαγμα, ατος, τό,\n that which is exchanged, νόμισμα ὑπάλλαγμα τῆς χρείας money is the exchangeable representative of demand, Arist.\n from ὑπαλλάσσω', 'key': 'u(pa/llagma'}