Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπαιδείδοικα
ὑπαιδέομαι
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
ὑπαίθω
ὑπαινίσσομαι
ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
ὑπακοή
ὑπακούω
ὑπαλείφω
ὑπαλεύομαι
ὑπαλλαγή
ὑπάλλαγμα
ὑπαλλάσσω
ὑπάλπειος
ὑπάλυξις
ὑπαλύσκω
ὑπαναγιγνώσκω
View word page
ὑπακοή
ὑπακοή ὑπᾰκοή, ἡ, ὑπακούω obedience, NTest.
ShortDef
obedience
Debugging
Headword:
ὑπακοή
Headword (normalized):
ὑπακοή
Headword (normalized/stripped):
υπακοη
IDX:
33481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33520
Key:
u(pakoh/
Data
{'content': 'ὑπακοή\n ὑπᾰκοή, ἡ,\n ὑπακούω\n obedience, NTest.', 'key': 'u(pakoh/'}