Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπάγγελος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγορεύω
ὑπάγω
ὑπαγωγή
ὑπαείδω
ὑπαιδείδοικα
ὑπαιδέομαι
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
ὑπαίθω
ὑπαινίσσομαι
ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
ὑπακοή
ὑπακούω
ὑπαλείφω
ὑπαλεύομαι
View word page
ὑπαίθριος
ὑπαίθριος ὑπ-αίθριος, ον, αἰθήρ under the sky, in the open air, a-field, ὑπ. κατακοιμηθῆναι, of an army, Hdt., Thuc.; ὑπ. δρόσοι Aesch.
ShortDef
under the sky, in the open air, a-field
Debugging
Headword:
ὑπαίθριος
Headword (normalized):
ὑπαίθριος
Headword (normalized/stripped):
υπαιθριος
IDX:
33474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33513
Key:
u(pai/qrios
Data
{'content': 'ὑπαίθριος\n ὑπ-αίθριος, ον,\n αἰθήρ\n under the sky, in the open air, a-field, ὑπ. κατακοιμηθῆναι, of an army, Hdt., Thuc.; ὑπ. δρόσοι Aesch.', 'key': 'u(pai/qrios'}