Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑομουσία
ὑόπρῳρος
ὑοσκύαμος
ὑοφόρβιον
ὑπάγγελος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγορεύω
ὑπάγω
ὑπαγωγή
ὑπαείδω
ὑπαιδείδοικα
ὑπαιδέομαι
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
ὑπαίθω
ὑπαινίσσομαι
ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
View word page
ὑπαείδω
ὑπαείδω contr. -ᾴδω aor1 ὕπ-ᾳσα to sing by way of accompaniment, in tmesi, Λίνον δʼ ὑπὸ καλὸν ἄειδεν Il.; ὑπ. μέλος Ar.; ὑπ. τινί to accompany with the voice, Ar.

ShortDef

to sing by way of accompaniment

Debugging

Headword:
ὑπαείδω
Headword (normalized):
ὑπαείδω
Headword (normalized/stripped):
υπαειδω
IDX:
33470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33509
Key:
u(paei/dw

Data

{'content': 'ὑπαείδω\n contr. -ᾴδω\n aor1 ὕπ-ᾳσα\n to sing by way of accompaniment, in tmesi, Λίνον δʼ ὑπὸ καλὸν ἄειδεν Il.; ὑπ. μέλος Ar.; ὑπ. τινί to accompany with the voice, Ar.', 'key': 'u(paei/dw'}