Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὕνις
ὑομουσία
ὑόπρῳρος
ὑοσκύαμος
ὑοφόρβιον
ὑπάγγελος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγορεύω
ὑπάγω
ὑπαγωγή
ὑπαείδω
ὑπαιδείδοικα
ὑπαιδέομαι
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
ὑπαίθω
ὑπαινίσσομαι
ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
View word page
ὑπαγωγή
ὑπαγωγή ὑπᾰγωγή, ἡ, a leading on gradually, Xen. (from ὑπάγω intr.) a retreat, withdrawal, Thuc.
ShortDef
a leading on gradually
Debugging
Headword:
ὑπαγωγή
Headword (normalized):
ὑπαγωγή
Headword (normalized/stripped):
υπαγωγη
IDX:
33469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33508
Key:
u(pagwgh/
Data
{'content': 'ὑπαγωγή\n ὑπᾰγωγή, ἡ,\n a leading on gradually, Xen.\n (from ὑπάγω intr.) a retreat, withdrawal, Thuc.', 'key': 'u(pagwgh/'}