Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑμνῳδός
ὕμοιος
ὑμός
ὕνις
ὑομουσία
ὑόπρῳρος
ὑοσκύαμος
ὑοφόρβιον
ὑπάγγελος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγορεύω
ὑπάγω
ὑπαγωγή
ὑπαείδω
ὑπαιδείδοικα
ὑπαιδέομαι
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
ὑπαίθω
View word page
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγκάλισμα from ὑπαγκᾰλίζω ὑπᾰγκάλισμα, ατος, τό, that which is clasped in the arms, a beloved one, Soph., Eur.
ShortDef
that which is clasped in the arms, a beloved one
Debugging
Headword:
ὑπαγκάλισμα
Headword (normalized):
ὑπαγκάλισμα
Headword (normalized/stripped):
υπαγκαλισμα
IDX:
33466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33505
Key:
u(pagka/lisma
Data
{'content': 'ὑπαγκάλισμα\n from ὑπαγκᾰλίζω\n ὑπᾰγκάλισμα, ατος, τό,\n that which is clasped in the arms, a beloved one, Soph., Eur.', 'key': 'u(pagka/lisma'}