Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑμνῳδία
ὑμνῳδός
ὕμοιος
ὑμός
ὕνις
ὑομουσία
ὑόπρῳρος
ὑοσκύαμος
ὑοφόρβιον
ὑπάγγελος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγορεύω
ὑπάγω
ὑπαγωγή
ὑπαείδω
ὑπαιδείδοικα
ὑπαιδέομαι
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
View word page
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκαλίζω fut. ίσω fut. ιῶ to clasp in the arms, embrace, Eur.:—Pass., γένος ὑπηγκαλισμένη having them clasped in her arms, Eur.

ShortDef

to clasp in the arms, embrace

Debugging

Headword:
ὑπαγκαλίζω
Headword (normalized):
ὑπαγκαλίζω
Headword (normalized/stripped):
υπαγκαλιζω
IDX:
33465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33504
Key:
u(pagkali/zw

Data

{'content': 'ὑπαγκαλίζω\n fut. ίσω\n fut. ιῶ\n to clasp in the arms, embrace, Eur.:—Pass., γένος ὑπηγκαλισμένη having them clasped in her arms, Eur.', 'key': 'u(pagkali/zw'}