Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑμνοπόλος
ὕμνος
ὑμνῳδέω
ὑμνῳδία
ὑμνῳδός
ὕμοιος
ὑμός
ὕνις
ὑομουσία
ὑόπρῳρος
ὑοσκύαμος
ὑοφόρβιον
ὑπάγγελος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγορεύω
ὑπάγω
ὑπαγωγή
ὑπαείδω
ὑπαιδείδοικα
ὑπαιδέομαι
View word page
ὑοσκύαμος
ὑοσκύαμος ὑοσ-κύᾰμος, ὁ, ὗς hen-bane, hyoscyamus, Xen.
ShortDef
hen-bane, hyoscyamus
Debugging
Headword:
ὑοσκύαμος
Headword (normalized):
ὑοσκύαμος
Headword (normalized/stripped):
υοσκυαμος
IDX:
33462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33501
Key:
u(osku/amos
Data
{'content': 'ὑοσκύαμος\n ὑοσ-κύᾰμος, ὁ,\n ὗς\n hen-bane, hyoscyamus, Xen.', 'key': 'u(osku/amos'}