Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑμέτερος
ὑμήν
ὑμήν
ὑμναγόρης
ὑμνέω
ὑμνητέος
ὑμνητήρ
ὑμνητής
ὑμνητός
ὑμνοθέτης
ὑμνοποιός
ὑμνοπόλος
ὕμνος
ὑμνῳδέω
ὑμνῳδία
ὑμνῳδός
ὕμοιος
ὑμός
ὕνις
ὑομουσία
ὑόπρῳρος
View word page
ὑμνοποιός
ὑμνοποιός ὑμνο-ποιός, όν ποιέω making hymns: as Subst., ὑμν., ὁ, a minstrel, Eur.

ShortDef

making hymns

Debugging

Headword:
ὑμνοποιός
Headword (normalized):
ὑμνοποιός
Headword (normalized/stripped):
υμνοποιος
IDX:
33451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33490
Key:
u(mnopoio/s

Data

{'content': 'ὑμνοποιός\n ὑμνο-ποιός, όν\n ποιέω\n making hymns: as Subst., ὑμν., ὁ, a minstrel, Eur.', 'key': 'u(mnopoio/s'}