Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλωρός
ὑμέναιος
ὑμεναιόω
ὑμενήϊος
ὑμενόπτερος
ὑμέτερος
ὑμήν
ὑμήν
ὑμναγόρης
ὑμνέω
ὑμνητέος
ὑμνητήρ
ὑμνητής
ὑμνητός
ὑμνοθέτης
ὑμνοποιός
ὑμνοπόλος
View word page
ὑμήν
ὑμήν .ὑμήν, ένος, a thin skin, membrane, Arist.
ShortDef
a thin skin, membrane
Hymen, the god of marriages
Debugging
Headword:
ὑμήν
Headword (normalized):
ὑμήν
Headword (normalized/stripped):
υμην
IDX:
33442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33481
Key:
u(mh/n1
Data
{'content': 'ὑμήν\n .ὑμήν, ένος,\n a thin skin, membrane, Arist.', 'key': 'u(mh/n1'}