Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑλοσκόπος
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτόμος
ὑλότομος
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλωρός
ὑμέναιος
ὑμεναιόω
ὑμενήϊος
ὑμενόπτερος
ὑμέτερος
ὑμήν
ὑμήν
ὑμναγόρης
ὑμνέω
ὑμνητέος
View word page
ὑλωρός
ὑλωρός ὑλωρός, οῦ, ὁ, οὖρος = ἀγρονόμος a forester, Arist.
ShortDef
a forester
Debugging
Headword:
ὑλωρός
Headword (normalized):
ὑλωρός
Headword (normalized/stripped):
υλωρος
IDX:
33436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33475
Key:
u(lwro/s
Data
{'content': 'ὑλωρός\n ὑλωρός, οῦ, ὁ,\n οὖρος\n = ἀγρονόμος\n a forester, Arist.', 'key': 'u(lwro/s'}